2315154787
Τηλέφωνο επικοινωνίας
Αρχικά, είναι σημαντικό να δώσουμε έναν ορισμό του προβλήματος. Με τον όρο ”πρόβλημα” αναφέρομαι σε μια συναισθηματική κατάσταση, μια συμπεριφορά ή μια στάση, η οποία βιώνεται ως αρνητική από κάποιον άνθρωπο και χρειάζεται αλλαγή.
Μιλάμε δηλαδή για πρόβλημα, όταν κάποιος θεωρεί μια κατάσταση αφενός ανεπιθύμητη και χρήζουσα αλλαγής και αφετέρου κατά βάση μεταβλητή.
Μιλάω για ”πρόβλημα” μόνο αν μπορεί να λυθεί, αν δεν μπορεί να λυθεί το ονομάζω ”δυσκολία, δυσχέρεια”. Για παράδειγμα το ότι μεγαλώνουμε κάθε μέρα θεωρείται δυσκολία και όχι πρόβλημα.
Ας δούμε τώρα τι περιλαμβάνουμε στους κύριους παράγοντες, οι οποίοι επηρεάζουν τη στάση ενός ατόμου απέναντι στο πρόβλημά του. Διάφοροι ψυχολογικοί, κοινωνικοί και προσωπικοί παράγοντες συνδυάζονται με τον τρόπο που το άτομο αντιλαμβάνεται το πρόβλημά του και το πώς το διαχειρίζεται. Θα αναφερθώ σε μερικούς από αυτούς.
Αρχικά, οι προσωπικές πεποιθήσεις ενός ατόμου επηρεάζουν σημαντικά την αντίδρασή του σε ένα πρόβλημα. Αν το άτομο πιστεύει ότι έχει τον έλεγχο της κατάστασης ή ότι μπορεί να την ξεπεράσει, τότε η στάση του θα είναι πιο θετική και ενεργητική. Αντίθετα, αν πιστεύει ότι είναι ανίκανο να αντιμετωπίσει το πρόβλημα ή ότι η κατάσταση είναι αβοήθητη, η στάση του θα είναι πιο αρνητική. Επίσης, σημαντικό ρόλο στο πώς θα προσεγγίσει το πρόβλημά του διαδραματίζουν οι προηγούμενες εμπειρίες ενός ατόμου με παρόμοια προβλήματα. Αν το άτομο έχει αντιμετωπίσει επιτυχώς προβλήματα στο παρελθόν, έχει περισσότερη αυτοεκτίμηση και πίστη στις ικανότητές του, κάτι που ενισχύει την θετική του στάση. Αντίθετα, αν οι προηγούμενες εμπειρίες ήταν αρνητικές ή αν απέτυχε να βρει λύσεις, μπορεί να νιώθει απογοητευμένο ή να αναπτύξει αρνητική στάση. Άλλος ένας σημαντικός παράγοντας είναι η ύπαρξη κοινωνικού δικτύου. Η ύπαρξη υποστηρικτικού κοινωνικού δικτύου, δηλαδή η ύπαρξη οικογένειας, φίλων ή και συναδέλφων μπορεί να ενισχύσει την αίσθηση ασφάλειας και ενθάρρυνσης. Αν το άτομο νιώθει ότι έχει υποστήριξη, είναι πιο πιθανό να υιοθετήσει μια θετική και δραστήρια στάση. Αντίθετα, η έλλειψη υποστήριξης ή η κοινωνική απομόνωση μπορεί να αυξήσει την αίσθηση αβοηθησίας, επιδεινώνοντας την ψυχολογική του κατάσταση.
Τέλος αξίζει να αναφερθεί ο ρόλος της αυτοεκτίμησης, δηλαδή στο πώς νιώθει κάποιος για τον εαυτό του και στο ποιες είναι οι κυρίαρχες ιδέες για τον ίδιο του τον εαυτό. Το επίπεδο της αυτοεκτίμησης και η ικανότητα του ατόμου να διαχειρίζεται τα συναισθήματά του επηρεάζουν επίσης την αντίδρασή του στο πρόβλημα. Άτομα με υψηλή αυτοεκτίμηση τείνουν να βλέπουν τα προβλήματα ως ευκαιρίες για μάθηση και ανάπτυξη, ενώ άτομα με χαμηλή αυτοεκτίμηση είναι πιο πιθανό να τα δουν ως απειλή ή αποτυχία.
Με τον όρο συμπτώματα νοείται μία γκάμα καταστάσεων όπως το άγχος, οι κρίσεις πανικού, οι ψυχαναγκασμοί, οι καταναγκασμοί, η απώλεια διάθεσης, τα ψυχοσωματικά συμπτώματα, οι φοβίες, οι διαταραχές ύπνου, οι διατροφικές διαταραχές κτλ.
Όπως ανέφερα και παραπάνω στους παράγοντες, οι οποίοι επηρεάζουν τη στάση ενός ατόμου απέναντι στο πρόβλημά του ανήκει και η αιτιολογική του εξήγηση. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να διερευνήσουμε στο που πιστεύει κάποιος ότι οφείλονται τα συμπτώματά του.
Χρειάζεται να ρωτάμε κάποιον που οφείλεται το πρόβλημά του. Μέρος του προβλήματος αποτελεί συχνά και η αιτιολογική του εξήγηση.
Ένα πρόβλημα μπορεί να οφείλεται σε περισσότερα προβλήματα ή κατά τη διάρκεια της συζήτησης να αποκαλυφθούν περισσότερα προβλήματα.
Τι εννοώ όμως με την αιτιολογική εξήγηση;
Όταν κάποιος προσπαθεί να αιτιολογήσει το πρόβλημα του μπορεί να επικεντρώνεται σε μια εσωστρεφής ή εξωστρεφής αιτιολογία, μπορεί η περιγραφή του γύρω από το πρόβλημα να είναι γραμμική ή κυκλική, υπεύθυνη ή ανεύθυνη.
Είναι διαφορετικό να πιστεύει κάποιος ότι για το πρόβλημά του οφείλεται μόνο ο ίδιος και διαφορετικό να περιλαμβάνει και άλλους παράγοντες στην εξήγησή του.
Είναι διαφορετικό να πιστεύει κάποιος ότι το πρόβλημά του οφείλεται μόνο σε έναν παράγοντα και αλλιώς να το αποδίδει σε πολλούς αλληλοεμπλεκόμενους παράγοντες.
Είναι διαφορετικό να θεωρεί κάποιος τον εαυτό του το μοναδικό υπεύθυνο για τη διαχείριση του προβλήματος και διαφορετικό να θεωρεί ότι δεν έχει καμία ευθύνη για το πρόβλημα. Ανάλογα με το πώς εξηγεί κάποιος το πρόβλημά του αλλάζει και η στάση του απέναντι στο πρόβλημά του.
Για παράδειγμα κάποιος, ο οποίος εστιάζει σε μια ανεύθυνη περιγραφή τείνει να θεωρεί ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα για πρόβλημά του, η δράση του μειώνεται και αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως θύμα.
Αντίστοιχα κάποιος, ο οποίος εξηγεί τα συμπτώματά του μόνο με οργανικές αιτίες δεν θεωρεί ότι μπορεί να κάνει οτιδήποτε στο περιβάλλον του για να προκαλέσει κάποια αλλαγή ενισχύοντας το αίσθημα αβοηθησίας, απελπισίας και άγχους. Τέτοιου είδους εξηγήσεις έχουν ως αποτέλεσμα συχνά την αύξηση της έντασης των συμπτωμάτων και την παράταση στη διάρκειά τους.
Τα συμπτώματα μας δημιουργούν δυσάρεστες σκέψεις και δυσάρεστες αισθήσεις. Δεν περνάμε καλά εξαιτίας τους και αυτές οι δυσάρεστες αισθήσεις οδηγούν με τη σειρά τους σε αρνητικές σκέψεις και σε δυσάρεστα συναισθήματα.
Συχνά, υπάρχει η τάση προσπαθούμε να καταπολεμήσουμε ότι μας δημιουργεί δυσάρεστες αισθήσεις και σκέψεις. Αυτή η τάση καταπολέμησης μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο στην αναζήτηση βοήθειας ή στην στάση μας απέναντι στο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε. Το θέμα δεν είναι να καταπολεμήσουμε, αλλά να κατανοήσουμε.
Ας φανταστούμε τον εαυτό μας σαν ένα παζλ. Όλοι οι άνθρωποι είναι πολλαπλοί σαν το σύμπαν, αποτελούνται δηλαδή από πολλά κομμάτια. Τα αρνητικά συναισθήματα με τη σειρά τους αποτελούν και αυτά κομμάτια στο παζλ του εαυτού μας, συμπληρώνουν το παζλ του εαυτού μας.
”Πώς θα ολοκληρώσεις λοιπόν ένα παζλ, αν σου λείπουν κάποια κομμάτια;”
Σε μια εποχή που η ”θετικότητα” των συναισθημάτων και των σκέψεων σχεδόν επιβάλλεται και αποτελεί τη κυρίαρχη εικόνα μοιάζει χρήσιμο να σταθούμε και να παρατηρήσουμε και τις πλευρές του εαυτού μας και τα συναισθήματα, τα οποία απαγορεύονται, δεν επιτρέπονται.
Το ερώτημα που γεννιέται είναι: ”Πώς θα σε μάθεις αν αγνοείς κάποιες πλευρές σου;”
Μοιάζει λοιπόν πιο βοηθητικό να δούμε τα συναισθήματά μας ως πυξίδα.
Ξεκινώ με τη βάση ότι πίσω από κάθε συναίσθημα υπάρχει και μια ανάγκη και σας προσκαλώ να δείτε ότι τα συναισθήματα λειτουργούν ως πυξίδα.
Λειτουργώντας ως πυξίδα μας καλούν να σκεφτούμε: ”Προς τα που χρειάζεται να
στραφώ ουσιαστικά, ποιες είναι οι ανάγκες μου, ποιες είναι οι επιθυμίες μου;”
Ξεκινώντας με αυτό τον αναστοχασμό και αφού εντοπίσω μερικές από τις ανάγκες και τις επιθυμίες μπορεί να ξεκινήσει και η συζήτηση για το τι μπορώ να κάνω για να τις ικανοποιήσω, αν όχι ολοκληρωτικά, ικανοποιώντας κάποιο μέρος από αυτές.
Ας πάμε τώρα στις σκέψεις. Αντίστοιχα, όσο κάποιος προσπαθεί να καταπολεμήσει κάποιες σκέψεις τόσο εκείνες εμφανίζονται και αυξάνονται.
Η λύση δεν βρίσκεται στον αγώνα εναντίον ενός αντιπάλου που δεν μπορείς να νικήσεις, αλλά στο να κάνεις τον εχθρό φίλο σου.
Μοιάζει λοιπόν να αποτελεί μονόδρομος η φιλική και επιτρεπτή αντιμετώπιση των σκέψεων που δεν μου αρέσουν, ώστε σταδιακά να αποσυρθούν.
Μοιάζει χρήσιμο κάποιος να αναρωτηθεί: ”Ποια η δική μου στάση απέναντι σε σκέψεις που μου προκαλούν δυσφορία;”
”Τι θα γινόταν αν φερόμουν σε αυτές τις σκέψεις πιο χαλαρά, φιλικά;”
Η συστημική ψυχοθεραπεία τιμά οποιοδήποτε σύμπτωμα ως μια προσπάθεια επίλυσης. Αντιμετωπίζει κάθε σύμπτωμα ως μία λύση σε μια εσωτερική ή εξωτερική σύγκρουση με κόστος τις αρνητικές επιδράσεις σε προσωπικό ή διαπροσωπικό επίπεδο. Υποστηρίζει ότι κάποιο πρόβλημα λύθηκε με το πρόβλημα που αναπτύχθηκε και ότι το σύμπτωμα έρχεται να μας βοηθήσει, όχι για να μας βλάψει.
Φαίνεται λοιπόν χρήσιμο να υποδεχτούμε τα συμπτώματα ως πηγές πληροφορίας. Τα συμπτώματα είναι αυτά, τα οποία φωνάζουν ότι κάτι γίνεται λάθος, ότι κάποιες ανάγκες έχουν παραμεληθεί. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι: ”Αν δεν ακούσεις τις ανάγκες σου, θα τις νιώσεις στο πετσί σου”. Θα έρθουν παραμορφωμένες, μεταμφιεσμένες με τη μορφή συμπτωμάτων. Πηγαίνοντας τώρα στο θέμα της αλλαγής, το πρώτο πράγμα, το οποίο είναι απαραίτητο για βοηθήσει ένα άτομο να αλλάξει τη στάση του απέναντι στο πρόβλημά του είναι να μπει σε μια διαδικασία παρατήρησης.
Να τεθούν ερωτήματα όπως για παράδειγμα:
Πώς και έχω αυτά τα συμπτώματα;
Τι είναι αυτό που τα συντηρεί;
Ποιος ο ρόλος της δικής μου στάσης στη διατήρησή τους;
Τι μηνύματα μου στέλνουν τα συμπτώματά μου;
Υπάρχουν ανάγκες που έχω παραμελήσει;
Το κλειδί, όπως ανέφερα και παραπάνω είναι να προσπαθήσω να κατανοήσω, να
προσπαθήσω να μάθω και όχι να καταπολεμήσω.
Ηράκλειτος